- γάρος
- ο (AM γάρος, ο, Μ και γάρος, το)1. η άλμη, η σαλαμούρα μέσα στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, λαχανικά κ.λπ.2. σάλτσα που γίνεται με μικρά ψάρια και αλάτι ή με αλατισμένα εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνινεοελλ.1. φρ. «ο γάρος είναι τού ψωμιού ο χάρος» — με τον γάρο τρώει κανείς πολύ ψωμί2. λέρα, ρύποςαρχ.είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο λατ. τ. garum, που εισήχθη και στις ρομανικές γλώσσες, είναι δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.